χρυσώνω

χρυσώνω
χρυσῶ, -όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)]
1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ
γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων», Αριστοφ.)
2. στολίζω με χρυσά κοσμήματα ή ποικίλματα (α. «τήν χρυσώσανε τη νύφη» β. «γυνὴ... κεχρυσωμένη χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φωτίζω με χρυσό χρώμα, προσδίδω χρυσίζουσα λάμψη («ο ήλιος χρύσωνε τη θάλασσα»)
2. φρ. «χρυσώνω κάποιον»
i) προσφέρω μεγάλη αμοιβή σε κάποιον
ii) παρακαλώ κάποιον θερμά
μσν.
μτφ. τιμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσώνω — χρυσώνω, χρύσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρυσωνώ — έω, Α αγοράζω ή ανταλλάσσω χρυσό με άλλα πολύτιμα μέταλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωνῶ ( ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ ωνῶ. Το ρ. χρυσωνῶ είναι αρχαιότερο τού ουσ. χρυσώνης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνω — χρύσωσα, χρυσώθηκα, χρυσωμένος 1. καλύπτω κάτι με χρυσό, επιχρυσώνω, μαλαματώνω. 2. διακοσμώ κάτι με χρυσό. 3. φρ., «Nα με χρυσώνουν δεν το κάνω», όσο και να με παρακαλέσουν ή όσα χρήματα και να μου προσφέρουν δε θα το κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιοχρύσωμα — και λιοχρύσωμα, το οι χρυσίζουσες ανταύγειες τού ήλιου την ώρα που βασιλεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρύσωμα (< χρυσώνω)] …   Dictionary of Greek

  • παραχρυσωμένος — και παραχρουσωμένος, η, ο επίχρυσος, χρυσωτός, χρυσωμένος («στην κάμερα την πλια όμορφη, την παραχρυσωμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + χρυσώνω] …   Dictionary of Greek

  • περιχρυσώνω — και περιχρυσῶ, όω, ΝΜΑ [περίχρυσος] χρυσώνω ολόγυρα, επιχρυσώνω όλη την επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • χρυσώ — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * όω, ΜΑ βλ. χρυσώνω …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνητος — ον, Α [χρυσωνῶ] (σχετικά με δούλο) αγορασμένος με χρυσάφι, ακριβοπληρωμένος …   Dictionary of Greek

  • χρύσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χρυσώνω, η χρύσωση, το μαλαμάτωμα. 2. λεπτό στρώμα από χρυσό που είναι στην επιφάνεια των επίχρυσων αντικειμένων. 3. κόσμημα από χρυσό. 4. το κατασκευασμένο από χρυσό σφράγισμα δοντιού. 5. δωροδοκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”